- κηλῖδας
- κηλίςstainfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
NOTACULUM — apud Minucium, Felic. Sic nos denique non nataculô corporis, ut putatis, sed innocentiae et modestiae signô facile dignoscimus. Nota est. Ita enim in praeced. Caecilius, Occultis se notis insignibus noscunt. Et in Gloss. Notaculum, nota, signum.… … Hofmann J. Lexicon universale
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
παλλιδεκτομή — η η χειρουργική καταστροφή τής ωχράς κηλίδας για θεραπευτικούς λόγους, όπως π.χ. για την ανακούφιση μερικών εκδηλώσεων τής νόσου τού Πάρκινσον … Dictionary of Greek
παρασκιά — η 1. φυσ. μερικώς φωτιζόμενη περιοχή που περιβάλλει την σκιά ενός αντικειμένου, αποτελεί προέκτασή της και σχηματίζεται όταν το αδιαφανές αντικείμενο παρεμβάλλεται στις ακτίνες μιας φωτεινής πηγής 2. αστρον. η ζώνη που περιβάλλει τον κώνο τής… … Dictionary of Greek
πελίωση — η / πελίωσις, ώσεως, ΝΑ [πελιούμαι] νεοελλ. ιατρ. παλαιά ονομασία τής πορφύρας αρχ. σχηματισμός μελανής κηλίδας στο δέρμα, πελίδνωση … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek